ΜΑΤΩΜΕΝΟ ΡΟΔΟ


Τα χρόνια περνούσαν.

Εκείνη, όλο και περισσότερο, χανόταν μέσα σε έναν εφιάλτη που ζωγραφιζόταν καθημερινά, στην σάρκα και στην πλανημένη ψυχή της.
Τον έζησε το γάμο της, έναν γάμο που γέννησε 2 υπέροχα λουλούδια. Τα παιδιά της! …Τα δικά της παιδιά, γιατί το ανθρώπινο τέρας, ο άντρας της… ο άνθρωπός της δεν θα ήταν δίκαιο να αξιώσει “ιδιοκτησία”. Η βία και η προσβολή ήταν τα δικά του γεννήματα… τα “λουλούδια’’ που της πρόσφερε γενναιόδωρα.
Αυτός ήταν ο Ανήρ, ο σύζυγος, ο υπάνθρωπος, ο δειλός.


Την έπεισε πως, ό,τι ήταν να πάρει από τη ζωή, ήταν αυτός. Γιατί να επιθυμήσει, γιατί να διεκδικήσει οτιδήποτε άλλο, όταν έχει αυτόν…
Αυτός που την έμαθε να ζει με την απροκάλυπτη απιστία του και με τις εικόνες που ξεπηδούσαν χωρίς οίκτο μέσα στο άνυδρο μυαλό της, εικόνες άλλων γυναικών, εικόνες λαγνείας και προδοσίας, εικόνες ντροπής.
Μα ακόμα χειρότερη φάνταζε η πρόσκαιρη στοργή του, το βλάσφημο πρόσκαιρο άγγιγμά του, η μιασμένη συζυγική αγκαλιά… και αυτά τα χείλη τα ποτισμένα ψέμα και δηλητήριο, το δηλητήριο της προσβολής.

Τη γνώρισα. Με γνώρισε.
Μου μίλησε γι αυτά που μιλούσε… χωρίς φωνή στους δικούς της ανθρώπους.
Μου μίλησε και μου είπε πως ελπίζει…
          
«…ελπίζω πως μια μέρα θα αλλάξει…» είπαν οι λέξεις που δραπέτευαν, ξέροντας καιρό τώρα, πως δεν μπορούν να ελευθερωθούν πραγματικά.
Το ήξερα το μάταιο, της θλιβερής επίκλησης, μα το ήξερε και αυτή.
Αυτό που δεν ήξερε ήταν η καινούργια της ζωή που μου χαμογελούσε και με παρακαλούσε να την καθησυχάσω, και να της πω πως έρχεται, καθυστερημένα αλλά ΕΡΧΕΤΑΙ.
Την “έβλεπα”, την καινούργια ζωή της, την έβλεπα, τόσο καθαρά όσο έβλεπα αυτήν, το ματωμένο ρόδο που καθόταν μπροστά μου και έσταζε τα τεμαχισμένα όνειρα του, σε μία λίμνη αγιάτρευτης μοναξιάς και απόγνωσης, για μία λύτρωση που δεν θα γλυκομύριζε ποτέ.
Ποτέ;
Όταν της σήκωσα το πέπλο του χρόνου, αυτό το Ποτέ ράγισε, ματώνοντας Λύτρωση, και της έδειξα τον δρόμο…
Έσκυψα επάνω της, της πήρα το χέρι, και μαζί αμπαρώσαμε μια πόρτα που δεν θα ξανάνοιγε ποτέ!
Πίσω από αυτήν την πόρτα… αυτός και η φαρμακερή πνοή του.
Μπροστά;
Μπροστά βρισκόταν το καινούργιο, η δύσκολη κύηση και η γέννηση μιας νέας ζωής, που με τη στήριξή την αγάπη και την εμπιστοσύνη μου, μπόρεσε και αυτή να τη διακρίνει, χωρίς να χρειάζεται να έχει το χάρισμα της ενόρασης.
Μόνη ακόμα, αποτέλεσμα της κοινωνικής απομόνωσης που την είχε οδηγήσει η βαθιά ντροπή και ο πόνος, βρήκε πολύτιμο συναισθηματικό αποκούμπι επάνω μου, δεχόμενη κι εγώ με την σειρά μου, την χαρά να αγγίξω την ψυχή της γυναίκας που είχε ξεχάσει πώς να είναι γυναίκα.
Βαδίσαμε βήμα, βήμα. Ξαναγνώρισε τον κόσμο, ξαναβρήκε την ελπίδα.
Και τότε είδε!
Είδε αυτό που είχα ήδη δει.
Μια ήρεμη ζωή.
Τους γάμους των κοριτσιών της, τα εγγόνια που ερχόντουσαν.
Και…
Ένα νέο λιμάνι με ταξιδεμένο σοφό νερό και όχι σκούρο και πηχτό…
Ένα νέο σύντροφο, σωστά παιδεμένη επιλογή, και όχι επιπόλαια και επιβληθείσα.
Είναι εκεί πια γι αυτήν, είναι και εκείνη εκεί για αυτόν.
Τον αγαπημένο… άνθρωπο, μιας ζωντανής γυναίκας.


Σε ευχαριστώ που μου έδωσες την ευκαιρία, να σου δείξω το μέλλον σου.
Σε ευχαριστώ που το έζησες,

Είμαι πάντα δίπλα σου

Σοφία.  

.    .    .

                      

Δημοφιλείς αναρτήσεις